καταδιαχέω
English (LSJ)
diffuse completely, Arist.Spir.483b21 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1346] (s. χέω), durch Etwas hin gießen, verbreiten, Arist. de spirit. 5.
Russian (Dvoretsky)
καταδιαχέω: проливать, разливать, pass. разливаться (ὥσπερ τηκτά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
καταδιαχέω: διαχέω πανταχοῦ, ἐν τῷ παθ., τὸ αἷμα ὥσπερ τὰ τηκτὰ καταδιαχεῖσθαι Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8.
Greek Monolingual
καταδιαχέω (Α)
διαχέω παντού, προς όλες τις κατευθύνσεις.