κατακεντῶ, -έω (AM)μσν.1. κατατρυπώ2. παθ. κατακεντοῦμαι, -έομαιυποφέρωαρχ.1. διατρυπώ2. κατατοξεύω3. ερεθίζω, ενοχλώ4. παθ. πλήττομαι με μαχαίρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεντῶ «νύσσω, κεντρίζω»].