κατακνώσσω

English (LSJ)

fall asleep, A.R.3.690, Orph.L.321.

German (Pape)

[Seite 1354] schlafen; part. praes. Ap. Rh. 3, 690, v.l. κατακνώσασα; ἐν ὕπνῳ Orph. Lith. 316.

Greek (Liddell-Scott)

κατακνώσσω: πίπτω εἰς ὕπνον, κοιμῶμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 690, Ὀρφ. Λίθ. 316.

Greek Monolingual

κατακνώσσω (Α)
αποκοιμιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κνώσσω «κοιμάμαι»].