κατακολλῶ, -άω (Α)1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν»)3. συνάπτω.