κατακυρώνω

Greek Monolingual

(AM κατακυρῶ, -όω)
1. κάνω κάτι έγκυρο, επικυρώνω («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῦσιν, κατακυροῦσι δ' οἱ ἄρχοντες», Αριστοτ.)
2. (για δημοπρασίες) μεταβιβάζω επίσημα την κυριότητα ενός πράγματος σε κάποιον
νεοελλ.
1. αναγνωρίζω σε κάποιον την κατοχή ενός πράγματος
2. με διοικητική ή δικαστική απόφαση μεταβιβάζω σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό δίκαιο την κυριότητα κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου
αρχ.
παθ. κατακυροῦμαι, -όομαι
καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», Ευρ.).