καταληπτήρ

English (LSJ)

καταληπτῆρος, ο,
A strap for holding fast, Hsch. s.v. μαχαιροδέτης.
2 clamp, BCH29.468 (Delos).
3 Archit., top course of stylobate, IG22.1682.11; coping laid on ὀρθοστάται, ib.11(2).287A120 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1360] ῆρος, ὁ, Riemen zum Anfassen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καταληπτήρ: -ῆρος, ὁ, ἱμάς, δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου μέρος ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.

Greek Monolingual

καταληπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταλαμβάνω
1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι
2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος του στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες
3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος.