μαχαιροδέτης
English (LSJ)
μαχαιροδέτου, ὁ, sword-belt, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιροδέτης: -ου, ὁ, τὸ λωρίον τῆς μαχαίρας δι’ οὖ ἐκρέματο, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαχαιροδέτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἱμάς, λωρίον ἐξαρτήσεως τῆς μαχαίρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμοδέτης.
German (Pape)
ὁ, der Riemen, an dem man das Messer od. den Säbel trägt, Hesych.