καταμασῶ (Μ)εξετάζω επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, συζητώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μασῶ (πρβλ. ανα-μασώ με τη σημ. «επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια»)].