κατανταίνω
Greek Monolingual
(Μ κατανταίνω)
καταντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταντώ, κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. αρρωστώ: αρρωσταίνω, βαστώ: βασταίνω)].
(Μ κατανταίνω)
καταντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταντώ, κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. αρρωστώ: αρρωσταίνω, βαστώ: βασταίνω)].