καταπεφρονηκότως

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω,
A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc.
II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως, despisedly, v.l. for καταπεφρονημένος in Sch.Luc.Ind.10.

German (Pape)

[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.

Russian (Dvoretsky)

καταπεφρονηκότως: adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ

Greek Monolingual

καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].

Greek Monotonic

καταπεφρονηκότως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω, περιφρονητικά, σε Δημ.

Middle Liddell

part. perf. act. of καταφρονέω,]
contemptuously, Dem.