καταπραϋντικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός
2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα του νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά.
επίρρ...
καταπραϋντικώς και -ά
με καταπραϋντικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπραΰνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Περικλή Τριανταφυλλίδη].