καθησυχαστικός
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην καθησύχαση, κατευναστικός («καθησυχαστικά νέα»).
επίρρ...
καθησυχαστικώς και -ά
με καθησυχαστικό τρόπο, κατευναστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθησύχαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].