κατευναστικός
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
κατευναστική, κατευναστικόν, lulling to sleep, βοῆς Eust.1424.6; κ. λόγος, ποίημα, epithalamium, Men.Rh.p.405S.
German (Pape)
[Seite 1398] ή, όν, zum Einschläfern, Beruhigen gehörig, geschickt, λόγος u. ποιήματα, carmina nuptialia, Rhett. IX, 273.
Greek (Liddell-Scott)
κατευναστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ καταυνάζειν, κοιμίζειν, πραΰνειν καὶ καθησυχάζειν, βοῆς Εὐστ. 1424. 6· κ. λόγος, ποίημα, ἐπιθαλάμιον, Μενανδρ. ἐν Walz Ρήτ. 9. 273.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κατευναστικός, -ή, -όν) κατευνάζω
ο ικανός και κατάλληλος στο να κατευνάζει, να καθησυχάζει, καταπραϋντικός, κατασταλτικός («λόγια κατευναστικά»)
αρχ.
(για λόγο ή ποίημα) επιθαλάμιος.
επίρρ...
κατευναστικώς και -ά
καθησυχαστικά, καταπραϋντικά.