καταρκής

English (LSJ)

καταρκές, fully sufficient, Hsch. (-Χής cod.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρκής: -ές, ἐντελῶς, λίαν ἀρκετός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καταρκής, -ες (Α)
υπεραρκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αρκής (< ἄρκος, τὸ «η άμυνα»), πρβλ. δı-αρκής, επ-αρκής].