καταρνούμαι

Greek Monolingual

καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)
αρνούμαι σταθερά, επιμένω στην άρνηση μου («φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδεΣοφ.).