καταταράζω
Greek Monolingual
(Α καταταράσσω και καταταράττω)
1. ταράζω πάρα πολύ
2. (για πρόσ.) προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω, αναστατώνω.
(Α καταταράσσω και καταταράττω)
1. ταράζω πάρα πολύ
2. (για πρόσ.) προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω, αναστατώνω.