κατερέθω

English (LSJ)

irritate, provoke, in Pass., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κατερέθω: τῷ κατερεθίζω.

Greek Monolingual

κατερέθω (Α)
ερεθίζω υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρέθω «ερεθίζω»].