ἐρέθω

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέθω Medium diacritics: ἐρέθω Low diacritics: ερέθω Capitals: ΕΡΕΘΩ
Transliteration A: eréthō Transliteration B: erethō Transliteration C: eretho Beta Code: e)re/qw

English (LSJ)

impf.
A ἤρεθον Mosch.3.84, Theoc. (v. infr.), Ep. ἐρέθεσκον A.R. 3.618,1103:—poet. form of ἐρεθίζω, in Il. stir to anger, provoke, μή μ' ἔρεθε, σχετλίη 3.414; ὅτ' ἄν μ' ἐρέθῃσιν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν 1.519; in Od. of all sources of disquiet, ὀδυνάων.., αἵ μ' ἐρέθουσι 4.813; μελεδῶναι 19.517: c. inf., h.Hom.8.14: c. acc. rei, ἤρεθον ᾠδάν they raised a song, Theoc.21.21 codd.; ἐ. ἐρωμανίην increase it, AP5.255 (Paul. Sil.).
II explore, search, ἰλυούς v.l. for ἐρέοντες in Nic.Th.143.

German (Pape)

[Seite 1023] (vgl. ἔρις, ἐρεθίζω), reizen, bes. zum Zorn, ὀνειδείοις ἐπέεσσιν Il. 1, 519, 3, 414; von Sorgen, die das Gemüth bewegen, beunruhigen, Od. 4, 813. 19, 516; Ap. Rh. 3, 618; κραδίην ἐρέθεσκον ἀνῖαι 1103; ἤρεθε τὰν Ἀφροδίταν Mosch. 3, 85 u. a. sp. D., wie Paul. Sil. 25 (V, 256); auch ἤρεθον ᾠδάν, Theocr. 21, 21.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et impf. itér.
1 provoquer, acc.;
2 exciter, irriter, acc..
Étymologie: cf. ὀρθός.

Russian (Dvoretsky)

ἐρέθω: [causat. к ἐρίζω (только praes. и impf.)
1 раздражать, сердить (ὀνειδείοις ἐπέεσσίν τινα Hom.);
2 терзать, мучить (ὀδύναι, αἵ μ᾽ ἐρέθουσι Hom.);
3 возбуждать, разжигать (ἐρωμανίην τινός Anth.);
4 приводить в движение, начинать: ἐ. αὐδάν Theocr. запеть песнь.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέθω: παρατ. ἤρεθον Μόσχ. 3. 85, Θεόκρ. 21, 21, Ἰων ἐρέθεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 618, 1103: - παλαιὸς ποιητ. τύπος τοῦ ἐρεθίζω, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε, διεγείρω εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, μή μ’ ἔρεθε σχετλίη Γ. 414· ὅτ’ ἂν μ’ ἐρέθῃσιν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν Α. 519: ἀλλ’ ἐν Ὀδ. ἐπὶ πάσης ἐνοχλήσεως, ὀδυνάων… αἵ μ’ ἐρέθουσι Δ. 813· μελεδῶναι Τ. 517· μετ’ ἀπαρ., Ὁμ. Ὕμν. 7. 14· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἤρεθον ᾠδάν, ἤγειρον ᾠδήν, ᾆσμα, Θεόκρ. 11. 21· ἐρ. ἐρωμανίην, ἐπαυξάνειν, Ἀνθ. Π. 5. 256.

English (Autenrieth)

(cf. ἔρις): irritate, provoke, Il. 1.519, Il. 3.414 ; ὀδύναι, μελεδῶναι, ‘disquiet,’ ‘worry,’ Od. 4.813, Od. 19.517.

Greek Monolingual

ἐρέθω (Α)
(παλ. ποιητ. τύπος του ερεθίζω)
1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» — μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.)
2. εγείρω, αυξάνω
3. εξερευνώ, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ. όρνυμι) και συνδέεται με τα ρ. όρνυμι, οροθύνω, καθώς επίσης και με τις γλώσσες έρετο
ωρμήθη, έρσεο
διεγείρω, έρση
ορμήση, στις οποίες μαρτυρείται το αρχικό ε- της λέξεως. Το μόρφημα -θω ή -έθω που εμφανίζει ο τ. ερ-έ-θω είναι το ίδιο μ’ εκείνο του θαλ-έ-θω (ποιητ. τ. του θάλλω) και του φλεγ-έ-θω (παράλληλος τ. του φλέγω). Το ρ. ερεθίζω που μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο αποτελεί παρεκτεταμένη τ. του ερέθω].

Greek Monotonic

ἐρέθω: παρατ. ἤρεθον, Ιων. ἐρέθεσκον, εξοργίζω, εξωθώ σε οργή, προκαλώ, εξερεθίζω, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., ἤρεθον ᾠδάν, ξεκίνησαν το τραγούδι, σε Θεόκρ.

Frisk Etymological English

ἐρεθίζω
Grammatical information: v.
Meaning: stir, provoke (Il.)
Other forms: with aor. ἐρεθίσαι (A.), pass. ἐρεθ-ισθῆναι, -ισθεῖς (Hdt.), -ίξαι (AP), perf. pass. ἠρέθ-ισμαι, -ισμένος (Ion.-Att.), act. ἠρέθικα (Aeschin.), fut. -ίσω, -ιῶ (hell.);
Compounds: with prefix ἀν-, δι-, ἐξ-, προσ-ερεθίζω etc., also ἐξ-, κατ-ερέθω,
Derivatives: From ἐρεθίζω: ἐρεθισμός (Hp.), ἐρέθισμα (Ar.; cf. Porzig Satzinhalte 186) provocation, irritation, ἐρεθιστής agitator (LXX), -ιστικός irritating (Hp.) - From ἐρέθω: perhaps *ὄροθος in ὀροθύνω, s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The present ἐρέθω can like θαλέθω, φλεγέθω a. o. (Schwyzer 703, Chantraine Gramm. hom. 1, 327ff.) have a formans θ; it is then derived from a primary verb which is unknown. Note the following forms in H.: ἔρετο ὡρμήθη, ἔρσεο διεγείρου, ἔρσῃ ὁρμήσῃ, that migth have formed the basis of ἐρέθω. Further s. ὄρνυμι.

Middle Liddell

to stir to anger, provoke, irritate, Hom.: c. acc. rei, ἤρεθον ᾠδάν they raised a song, Theocr.

Frisk Etymology German

ἐρέθω: (ep. poet. seit Il.), ἐρεθίζω (seit Il.)
{eréthō}
Forms: mit Aor. ἐρεθίσαι (A. u. a.), Pass. ἐρεθισθῆναι, -ισθεῖς (Hdt. u. a.), -ίξαι (AP), Perf. Pass. ἠρέθισμαι, -ισμένος (ion. att.), Akt. ἠρέθικα (Aeschin.), Fut. -ίσω, -ιῶ (hell. u. sp.);
Grammar: v.
Meaning: reizen, aufreizen, anfeuern, heftig erregen.
Composita: mit Präfix ἀν-, δι-, ἐξ-, προσερεθίζω usw., auch ἐξ-, κατερέθω,
Derivative: Von ἐρεθίζω: ἐρεθισμός (Hp., hell.), ἐρέθισμα (Ar. u. a.; vgl. Porzig Satzinhalte 186) Reizung, Aufreizung, Anforderung, ἐρεθιστής Aufwiegler (LXX u. a.), -ιστικός aufreizend (Hp. u. a.) — Von ἐρέθω: vielleicht *ὄροθος in ὀροθύνω, s. d.
Etymology: Das Präsens ἐρέθω, wovon ἐρεθίζω eine Erweiterung ist (Schwyzer 736), kann wie θαλέθω, φλεγέθω u. a. (Schwyzer 703, Chantraine Gramm. hom. 1, 327ff.) ein formantisches θ enthalten; zugrunde liegt dann ein primäres Verb unbekannter Form. Der Anknüpfung an die Sippe von ὄρνυμι erregen (Lidén BB 21, 113 A. 1) stehen keine Bedenken entgegen; es liegt in der Natur der Sache, daß sie, in Anbetracht der dehnbaren Begriffe des "Erregens" und des "Reizen", unsicher bleiben muß. Beachtung verdienen dabei besonders die bei H. erhaltenen Formen ἔρετο· ὡρμήθη, ἔρσεο· διεγείρου, ἔρσῃ· ὁρμήσῃ, die die von ἐρέθω erforderte Grundlage bilden können. Weiteres s. ὄρνυμι.
Page 1,550-551