κατερεθίζω

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

German (Pape)

[Seite 1397] verstärktes simpl., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατερεθίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐρεθίζω, Κύριλλ.

Greek Monolingual

κατερεθίζω (Α)
(επιτ. τ. του ερεθίζω)
1. παροργίζω, εξερεθίζω, υποκινώ
2. εκνευρίζω, εξάπτω.