[γᾰ], κατηγάθεον, divine, sacred, strengthened for ἠγάθεος, epithet of Zeus, Antioch. Astr.in Cat.Cod.Astr.1.109.
κατηγάθεος, ον (Α)(επιτ. τ. του ηγάθεος) επίθ. του Διός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἠγάθεος «πολύ ιερός»].