κατοικάς

English (LSJ)

κατοικάδος, ἡ, poet. fem. of κατοικίδιος, στρουθός Nic.Al. 60, 535.

German (Pape)

[Seite 1402] άδος, ἡ, = κατοικίς, ὄρνις Nic. Al. 60, στρουθός 535.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικάς: -άδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατοικίς, θηλυκ. τοῦ κατοικίδιος, στρουθός, ὄρνις Νικ. Ἀλ. 60, 535.

Greek Monolingual

κατοικάς, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. του κατοικίδιος.