κατοικίδιος
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
κατοικίδιον, (α, ον only Gp.1.3.8) living in a house or living about a house, domestic, μῦς Theopomp.Hist.258(a); (σκύλαξ) Nic.Dam.56 J.; ὄρνεις Gp.l.c., 2.35.5; ὄρνις Longus 3.6; οἱ κατοικίδιοι = stay-at-home historians, Luc.Hist.Conscr.37; κ.βίος Ph.2.378, D.S. 3.53; κ. κατατάσιες domestic means or methods of extension, Hp. Art.78; τὰ κατοικίδια τῶν ἔργων household duties, Hierocl.p.62 A.; κατοικίδιοι (sc. θεοί), οἱ, = Lat. Penates, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1402] zum Hause gehörig, häuslich; ὄρνις, Haushahn, Long. 3, 6 u. a. Sp.; so auch μῦς, περιστερά u. ä.; – κατοικίδιον βίον ἔχειν, eingezogenes Leben, D. Sic. 3, 53; οἱ κατοικίδιοι, Stubenhocker, Luc. hist. conscrib. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit à la maison, sédentaire, casanier.
Étymologie: κατά, οἶκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοικίδιος -ον [κατοικία] huiselijk, huis-; overdr. subst. kamergeleerde.
Russian (Dvoretsky)
κατοικίδιος: (ῐδ)
1 домашний (μῦς Plut.);
2 разводимый человеком, культурный (φυτά Arst.);
3 ограниченный домашним кругом, замкнутый (βίος Diod.).
II ὁ домосед, нелюдим Luc.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ κατοικίδιος, -ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και -α)
(για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται στο σπίτι
2. αυτός που γίνεται στο σπίτι («κατοικίδιοι κατατάσιες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατ' οἶκον].
Greek Monotonic
κατοικίδιος: -ον, αυτός που ζει μέσα ή κοντά στο σπίτι, οικιακός, οἱ κατοικίδιοι, τα ήμερα πτηνά, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικίδιος: -ον, ζῶν ἐντὸς ἢ πέριξ οἰκίας, οἰκιακός, μῦς, ὄρνις Καλλ. Ἀποσπ. 75, κτλ., πρβλ. κατοικάς· κ. φυτά, ἀντίθ. τῷ κηπαῖα, ἄγρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13· οἱ κατοικίδιοι, πτηνὰ ἥμερα, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 37· κ. βίον ἔχειν Δίοδ. 3. 53· κ. κατάστασις, δυναμένη νὰ θεραπευθῇ κατ’ οἶκον ἄνευ ἰατροῦ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.
Middle Liddell
κατ-οικίδιος, ον
living in or about a house, domestic, οἱ κατοικίδιοι home birds, Luc.