κατοικίς

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικίς Medium diacritics: κατοικίς Low diacritics: κατοικίς Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΣ
Transliteration A: katoikís Transliteration B: katoikis Transliteration C: katoikis Beta Code: katoiki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, v.l. for κατοικάς, Nic.Th.558.

German (Pape)

[Seite 1403] ίδος, ἡ, p. fem. zu κατοικίδιος, ὄρνις, Haushuhn, Nic. Ther. 557. Vgl. κατοικάς.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κατοικίδιος, ὄρνις Νικ. Θηρ. 558, πρβλ. κατοικάς.

Greek Monolingual

κατοικίς, -ίδος, ἡ (Μ) κάτοικος
η κατοικίδια.