κατοικίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, v.l. for κατοικάς, Nic.Th.558.

German (Pape)

[Seite 1403] ίδος, ἡ, p. fem. zu κατοικίδιος, ὄρνις, Haushuhn, Nic. Ther. 557. Vgl. κατοικάς.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κατοικίδιος, ὄρνις Νικ. Θηρ. 558, πρβλ. κατοικάς.

Greek Monolingual

κατοικίς, -ίδος, ἡ (Μ) κάτοικος
η κατοικίδια.