κατόσσομαι
English (LSJ)
contemplate, behold, AP12.91 (Polystr.).
German (Pape)
[Seite 1405] (s. ὄσσομαι), sich vor Augen stellen u. betrachten, ὀφθαλμοὶ πάντη πάντα κατοσσόμενοι Polystrat. 1 (XII, 91).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
κατόσσομαι: (только part. praes.) смотреть, глядеть (ὀφθαλμοὶ πάντα κατοσσόμενοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κατόσσομαι: ἀποθ., θεωρῶ, παρατηρῶ, Ἀνθ. Π. 12. 91.
Greek Monolingual
κατόσσομαι (Α)
θεωρώ, παρατηρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄσσομαι «παρατηρώ»].
Greek Monotonic
Middle Liddell
Dep. to contemplate, behold, Anth.