κατώβλεψ
Greek Monolingual
κατῶβλεψ, -επος και κατωβλέπων, -οντος, ὁ και κατωβλέπον, τὸ (Α)
κοιλόκερο θηλαστικό με καμπυλωτό αυχένα, κλίση του κεφαλιού προς τα κάτω και θυσανωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεψ (< βλέπω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν.].