Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καυστικότητα
Greek Monolingual
η 1. η ιδιότητα του καυστικού, η ιδιότητα που έχει κάτι να προκαλεί κάψιμο 2.μτφ. δριμύ ύφος, οξύτητα, δηκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.<καυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. καυστικότης, μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Μ. Ηλιάδη].