Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δηκτικότητα

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του δηκτικού, αυτού που δαγκώνει
2. η ιδιότητα αυτού που προκαλεί πόνο ή οργή («η δηκτικότητα του άρθρου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].