δηκτικότητα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του δηκτικού, αυτού που δαγκώνει
2. η ιδιότητα αυτού που προκαλεί πόνο ή οργή («η δηκτικότητα του άρθρου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].