δηκτικότητα

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του δηκτικού, αυτού που δαγκώνει
2. η ιδιότητα αυτού που προκαλεί πόνο ή οργή («η δηκτικότητα του άρθρου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].