κάψιμο
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση
2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους του σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία
3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο του χεριού»)
4. το δυσάρεστο αίσθημα γεύσης που προκαλείται από δριμεία ουσία («ένιωσε κάψιμο στη γλώσσα από το πιπέρι»)
5. η φλόγωση του στομάχου που προκαλείται από δριμεία ουσία, η καΐλα
6. η φλόγωση της στοματικής κοιλότητας από δριμεία ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ- (πρβλ. έ-καψ-α αόρ. του καίω) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. θάψιμο, κλάψιμο)].