(I)
η (Μ καύκα και καύκη)
1. το καυκί
2. κεφάλι, κρανίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους].
(II)
και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα)
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί με την οποία πίνει κανείς, η ερωμένη»)].