καύχα

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

English (Slater)

καύχα vaunt θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (καύχαις coni. Benedictus: ἡ διὰ τῆς καυχήσεως ᾠδή. Σ.) (N. 9.7)

Russian (Dvoretsky)

καύχα: ἡ (только pl.) хвастовство, похвальба Pind.

Greek Monolingual

η (Μ καύχα)
βλ. καύκα.