κεδματώδης

English (LSJ)

ες, like κέδματα, Hp. ap. Erot.s.v. κέδματα (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 1410] ες, nach Art des Vorigen, damit behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κεδμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κέδματα, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

κεδματώδης, -ῶδες (Α)
(αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, -ατος + επίθημα -ώδης].