κέδματα

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέδματα Medium diacritics: κέδματα Low diacritics: κέδματα Capitals: ΚΕΔΜΑΤΑ
Transliteration A: kédmata Transliteration B: kedmata Transliteration C: kedmata Beta Code: ke/dmata

English (LSJ)

ων, τά, word of doubtful meaning in Hp.Aër.22, Loc. Hom.10, Epid.6.5.15, 7.122, Morb.1.3; expld. by Gal.19.111, Erot., Hsch., as arthritic affections; applied to aneurism of the vena cava by Aret.SA2.8: sg., Hp. ap. Erot.Fr.54 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1410] τά, Flüsse, Gliederreißen, bes. in den Hüften, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κέδματα: -ων, τά, νοσώδη τινὰ πάθη, ἀσαφῶς ἀναφερόμενα παρ’ Ἱππ. (συνάπτονται κέδ. καὶ ἰσχιάς, κέδ. καὶ ποδάγρα, κέδ. καὶ βουβὼν) π. Ἀέρ. 193 (ὡσαύτως ἐν Ἀπιδ. 1240), ὡς προκύπτοντα ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας τῶν Σκυθῶν·- ὁ Ἀρεταῖ. (Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 8) ἐφαρμόζει τὸν ὅρον τοῦτον εἰς ἀνευερυσμούς, ἤτοι κατ’ εὖρος διαστολὰς τῆς κοίλης φλεβός, ληγούσας εἰς διάρρηξιν καὶ αἰφνίδιον θάνατον· καὶ αὕτη ἡ ἑρμηνεία δύναται νὰ δοθῇ εἰς τὴν λέξιν παρ’ Ἱππ.: ἀνευρυσμοὶ ἢ κατ’ εὖρος διαστολαὶ τῶν φλεβῶν, χρόνιοι ἐξογκώσεις ἢ συρροὴ ὑγρῶν· ὁ Γαλην. καὶ Ἐρωτιαν. ὀλίγον μᾶς βοηθοῦσι· τὸ δὲ χωρίον τοῦ Ἡσυχ. ἐν λέξει εἶναι ἐφθαρμένον, «αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νόσοι περὶ τὰ ἄρθρα».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέδματα -ων, τά gewrichtsontsteking (bet. onzeker).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: Hp.; acc. to Gal., Erot. and H. = αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα;
Derivatives: κεδματώδης (Hp. ap. Erot.; uncertain).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Prellwitz (and Bq) connected with κεδάσ(σ)αι tear apart; one would expect -κεδά(σ)ματα; it fits neither form nor meaning (DELG).

Frisk Etymology German

κέδματα: {kédmata}
Grammar: n. pl. (Hp.),
Meaning: nach Gal., Erot. und H. = αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα;
Derivative: davon κεδματώδης (Hp. ap. Erot.; nicht sicher).
Etymology: Von Prellwitz (und Bq) als Gliederreißen mit κεδάσ(σ)αι verknüpft; man hätte indessen -κεδά(σ)ματα erwartet.
Page 1,807-808