κεδνοσύνη

English (LSJ)

ἡ, trustiness, goodness, IG3.1370.

Greek Monolingual

κεδνοσύνη, ἡ (Α) κεδνός
επιγρ. η ιδιότητα του έμπιστου, του αφοσιωμένου, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πιστότητα.