ἡ, trustiness, goodness, IG3.1370.
κεδνοσύνη, ἡ (Α) κεδνόςεπιγρ. η ιδιότητα του έμπιστου, του αφοσιωμένου, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πιστότητα.