κελαινώ

Greek Monolingual

κελαινῶ, -όω (Α) κελαινός
1. κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω
2. παθ. κελαινοῦμαι, -όομαι
γίνομαι μαύρος, μαυρίζω.