κενήριον

English (LSJ)

τό, empty monument, cenotaph, Dieuchid.3, Euph.91, Lyc.370, AP7.569 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1416] τό, leeres Grab, wie κενοτάφιον; Euphorio bei Schol. Ar. Lys. 646; Agath. 90 (VII, 569); Lyc. 370.

Russian (Dvoretsky)

κενήριον: τό Anth. = κενοτάφιον.

Greek (Liddell-Scott)

κενήριον: τό, (ἠρίον), κενὸν μνημεῖον, ἄνευ ὀστῶν, κενοτάφιον, Εὔφορ. 81., Λυκ. 370, κτλ,

Greek Monolingual

κενήριον, τὸ (Α)
κενό μνημείο χωρίς οστά, κενοτάφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ἠρίον «τάφος, μνημείο»].