κενολογώ

Greek Monolingual

(ΑΜ κενολογῶ, -έω) κενολόγος
μιλώ χωρίς νόημα, λέγω ανόητα πράγματα, ματαιολογώ, αερολογώ, μωρολογώ, φλυαρώ.