ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
(I)λέγω «λόγια του αέρα», φλυαρώ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αερολόγος.ΠΑΡ. αερολόγημα].(II)(-έω)Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω