κεντησιά
Greek Monolingual
η κεντώ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κεντώ, κέντηση, κεντιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση
β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα.
η κεντώ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κεντώ, κέντηση, κεντιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση
β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα.