κεντιά
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
η κεντώ
1. κέντηση
2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά
3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα
4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα.