κεντρίτης
English (LSJ)
κεντρίτου, ὁ,
A v. κεντρίνης ΙΙΙ.
II κεντρίτης κάλαμος prickly reed, PTeb.152 (ii B.C.).
III fem. κεντρῖτις, ιδος, ἡ, place where a horse is tapped for dropsy, Hippiatr.38.
2 κεντρίτης βοτάνη, magical plant, PMag.Par.1.773.
German (Pape)
[Seite 1418] ὁ, = κεντρίνης a) nach Ael. H. A. 1, 55, aber 9, 11 eine Schlangenart.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de poisson;
2 sorte de serpent.
Étymologie: κέντρον.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίτης: -ου, = κεντρίνης, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55· ἐν 9. 11, εἶδος ὄφεως.
Greek Monolingual
κεντρίτης, ὁ (Α) κέντρον
1. ως επίθ. αγκαθωτός («κάλαμος κεντρίτης», πάπ.)
2. είδος δηλητηριώδους φιδιού.