κεντρώδης
English (LSJ)
κεντρῶδες, pointed, prickly, λάπαθον Aët.6.24; ἔδαφος Sch.Pi.P.1.54; of the chorus in Ar.V., Sch.ib.224.
German (Pape)
[Seite 1418] ες, stachelartig, spitzig, Schol. Ar. Vesp. 224 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων αἰχμήν, ἀκανθωτός, Σχολ. εἰς Πινδ. Π. 1. 54, κλ.
Greek Monolingual
-ες (Α κεντρώδης, -ώδες)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεντρώδη
βοτ. τάξη μονοκύτταρων φυκών που ανήκει στο φύλο βακιλλαριόφυτα της κλάσης βακιλλαριοφύκη
αρχ.
οξύς, ακανθώδης, με αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrales < centr- (< λατ. centrum < αρχ. ελλ. κέντρον) + λατ. κατάλ. -ales, πληθ. της -alis, που αποδίδεται στην ελλ. με την -ώδης].