κεράρχης

English (LSJ)

κεράρχου, ὁ,
A kerarch, commander of a διφαλαγγαρχία, Ascl.Tact.2.10.
2 commander of thirty-two elephants, ib.9.1.

Greek Monolingual

κεράρχης, ὁ (Α)
1. ο αρχηγός μιας διφαλαγγαρχίας
2. αυτός που ηγείται τριάντα δύο ελεφάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με σημ. «στρατιωτικό σώμα» + -άρχης (< ἄρχω)].