κεραίνω

English (LSJ)

v. κέραιρε.

German (Pape)

[Seite 1419] v.l. für κεραίω, Il. 9, 203; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίνω: ἢ κεραίρω, διαφ. γραφ. ἀντὶ κεραίω ἐν Ἰλ. Ι. 203.

Greek Monolingual

κεραίνω (Α)
προκαλώ σύγχυση, αναστατώνω.