κερατένιος

Greek Monolingual

-α, -ο κέρατο
1. αυτός που έχει κέρατα
2. ο κατασκευασμένος από κέρατα
3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ' αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις»)
3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να σταματήσει»).