κερατοφυής

English (LSJ)

κερατοφυές, growing horns, horned, Ath.11.476a, EM541.18.

German (Pape)

[Seite 1422] ές, Hörner erzeugend, habend; Dionysos, Ath. XI, 476 a; κρόταφοι E. M. 541, 18.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτοφυής: -ές, ἔχων, φέρων κέρατα, Ἀθήν. 476Α, Μέγ. Ἐτυμολ. 541. 18.

Greek Monolingual

κερατοφυής, -ές (Α) (για ζώο)
αυτός στο κεφάλι του οποίου φύονται κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φυής (< φύος), πρβλ. αυτοφυής, ιδιοφυής].