αυτοφυής
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
-ές (AM αὐτοφυής, -ές, Μ και αὐτόφυος, -ον)
Ι. 1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του
2. αυτός που υπάρχει μόνος του από τη φύση, φυσικός
μσν.
εκείνος που αποτελεί σύμπλεγμα με κάποιον άλλο
αρχ.
1. (για γεωργικά προϊόντα) αυτός που φυτρώνει στον ίδιο τόπο με κάποιον άλλο
2. (για μέταλλα) καθαρός, αμιγής
3. (για ύφος λόγου) απλός, απέριττος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοφυές
η ίδια η φύση, ο χαρακτήρας κάποιου
II. επίρρ. αυτοφυώς (AM αὐτοφυῶς)
εκ φύσεως, από τη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φυής < ουσ. φυή ή φύος < φύομαι].