κεραυνοπλήξ
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, struck by a thunderbolt, thundersmitten, Alc.Com.2.
German (Pape)
[Seite 1423] ῆγος, vom Blitz oder Donnerkeil getroffen, Alc. com. bei B. A. 102.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Ἀλκαῖος Κωμ. ἐν «Γανυμήδει» 1.
Greek Monolingual
κεραυνοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
κεραυνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. αλιπλήξ, βουπλήξ].