κεραυνοπληξία

Greek Monolingual

η κεραυνόπληκτος
ιατρ. άμεση συνέπεια ηλεκτρικής εκκένωσης της ατμόσφαιρας, με τη μορφή κεραυνού, στο ανθρώπινο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνόπληκτος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lighthing-flash syndrome].