κερκιθαλίς

English (LSJ)

ἐρῳδιός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κερκιθαλίς: ἡ, «ἐρῳδιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερκιθαλίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρῳδιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέξ, με πιθ. παρετυμολογική επίδραση του κέρκος + -θαλίς (< θάλος), πρβλ. ερι-θαλίς (ονομ. δένδρου)].